Η ώρα είναι:

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Όταν ο Παλαμάς βρέθηκε στο φραγκοκρατούμενο Βυζάντιο

27 Φεβρουαρίου στην επέτειο του θανάτου του εθνικού μας ποιητή

«Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη Χώρα».

Στίχος ταιριαστός και πολύ παραστατικός για την εποχή μας. Είναι ο πρώτος στίχος της «Φλογέρας του Βασιλιά», κορυφαίου ποιητικού έργου του Κωστή Παλαμά.

Η «Φλογέρα του Βασιλιά» αφηγείται το ταξίδι του Βασίλειου Β' Βουλγαροκτόνου στην Αθήνα. Κεντρικό σημείο του έργου ήταν το προσκύνημα του αυτοκράτορα στον Παρθενώνα, που είχε γίνει ναός της Παναγίας. Αυτό συμβόλιζε για τον ποιητή την σύνθεση και την ενότητα όλης της ιστορίας του Ελληνισμού, αρχαίας, βυζαντινής και σύγχρονης. Η έμπνευση της «Φλογέρας του Βασιλιά» ήταν αποτέλεσμα του ανανεωμένου τότε ενδιαφέροντος για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, εξαιτίας του Μακεδονικού Αγώνα.

Και δείτε τί λέει αμέσως μετά τον πρώτο στίχο:

«Στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ΄αργαστήρι, / παντού, στο κάστρο, στην καρδιά, τ΄αποκαΐδια, οι στάχτες. / Τα χέρια είναι παράλυτα και τα σφυριά παρμένα / και δε σφυροκοπά κανείς τ΄άρματα και τ΄αλέτρια, / κι η φούχτα κάποιου ζυμωτή λίγο σιτάρι αν κλείσει, / δεν βρίσκει την πυρή ψυχή, ψωμί για να το κάμει. / Κι από κατάκρυα χόβολη μεστή η γωνιά κι ακόμα / και πιο πολύ από τη γωνιά, που του σπιτιού η καρδιά είναι, / κακοκατάντησε η καρδιά του ανθρώπου. Κρίμα. Κρίμα. / Σκοτεινό ρέπιο κι η εκκλησιά, και δίχως πολεμίστρες / το κάστρο, και χορτάριασε κι έγινε βοσκοτόπι. / Κι ο μέγας Έρωτας μακρυά, κι ειν΄άβουλος ο άντρας / κι άπραχτος και στο πλάι του χαμοσυρτή η γυναίκα, / κυρά της έχει τη σκλαβιά και δούλο της το ψέμα. / Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη Χώρα».

Το πιο αξιοσημείωτο σ’ αυτή την αναφορά του παρελθόντος είναι ο παραλληλισμός του με το σήμερα μας και γιατί όχι; Με το μέλλον μας.

Προσέξτε τον παραλληλισμό: Το 1896 οι Έλληνες διοργάνωσαν τους Πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες της νέας εποχής και απέσπασαν τα συγχαρητήρια όλων των ξένων. Την επόμενη χρονιά ο τότε πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης είπε το περίφημο «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» και ήταν η ίδια χρονιά 1897 που έγινε και ο ατυχής πόλεμος με τους Τούρκους για τη Θεσσαλία. Και ταπεινωθήκαμε σε γενικές γραμμές και μας οικτίρανε οι ίδιοι ξένοι που, ένα χρόνο πριν, μας έλεγαν μπράβο.

Το ίδιο και τώρα. Κάναμε πάλι Ολυμπιακούς Αγώνες το 2004 και αποσπάσαμε εγκώμια και τα καλύτερα σχόλια και, αμέσως μετά, μας βρίζουν τώρα όλοι οι ξένοι και μας απαξιώνουν.

Ας πάμε πάλι στο τότε. Μετά την άτυχη χρονιά του 1897, ο Κωστής Παλαμάς ύψωσε το πνευματικό του ανάστημα και επί δώδεκα χρόνια εργάστηκε και δημιούργησε τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» (που με αυτό παραλίγο να του δώσουν Νόμπελ) και την «Φλογέρα του Βασιλιά» που εκδόθηκε το 1910 και διακήρυξε, με τον τρόπο του, τη γνωστή σε όλους μας σήμερα Μεγάλη Ιδέα: Να ελευθερώσουν οι Έλληνες τα σκλαβωμένα τους αδέλφια στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, στη Θράκη, στη Μικρά Ασία, στην Κρήτη. Μαζί με το σάλπισμα του Παλαμά εμφανίστηκε και η πολιτική φυσιογνωμία του Ελευθερίου Βενιζέλου και έγινε η Νέα Ελλάδα του 1912-13 και αργότερα, για λίγο καιρό, του 1920. Αυτή ήταν η προφητική «Φλογέρα του Βασιλιά».

Στους παραπάνω στίχους, η περιγραφή είναι απίστευτο πόσο ταιριάζει με τις μέρες μας. Κι όμως, πρόκειται για την εποχή που οι Βυζαντινοί πολιορκούσαν και προσπαθούσαν να ανακαταλάβουν την φραγκοπατημένη Κωνσταντινούπολη. Ήταν περίπου εξήντα χρόνια μετά την καταστροφική άλωσή της το 1204 από τους δήθεν Σταυροφόρους της Τέταρτης Σταυροφορίας και από τους συνεργάτες τους, Ενετούς, που τους είχαν μεταφέρει με τα καράβια τους κάτω από τα τείχη της Πόλης κι έτσι είχαν μπορέσει να την καταλάβουν.

Η «Φλογέρα του Βασιλιά» στηρίχτηκε σε ένα γεγονός του 1261, που ο Παλαμάς βρήκε στη διήγηση του ιστορικού Παχυμέρη. Περιγράφει, με δικά του λόγια, στον πρόλογό του ο ποιητής:

Σύμφωνα με τα παραδομένα από τους Βυζαντινούς Χρονογράφους, στον καιρό του αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου, όταν πολιορκούσε την φραγκοκρατούμενη Πόλη, αξιωματικοί του Βυζαντινού Στρατού βρέθηκαν «ξεφαντωτές» σ΄ ένα ερειπωμένο μοναστήρι, έξω από την Πόλη. Βλέπουν εκεί ένα μνήμα ανοιγμένο από τους Φράγκους και στο πλάι του ακουμπισμένο έναν ανθρώπινο σκελετό με ένα καλάμι στο κοκκάλινο στόμα,

Από την επιγραφή του τάφου κινημένοι, μαντεύουν πως το σκέλεθρο με το καλάμι είναι ο αλλοτινά κραταιός αυτοκράτορας Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος! Κατάπληξη. Προσκυνούν το λείψανο. Στέλνουν μαντάτορα για να φέρει στον Παλαιολόγο το μήνυμα. Θέλουν να βγάλουν το καλάμι από το στόμα του σκελετού. Το καλάμι τότε, που του το είχαν βάλει παλαιότερα προφανώς για περιπαιγμό οι Φράγκοι, γίνεται τώρα μια φλογέρα μυστηριακή, που κρατάει δεμένους με έκσταση τους Βυζαντινούς αξιωματικούς.

Τους μιλάει και τους τραγουδάει συμβολικά, μυστηριακά και επικά, διατρανώνοντας την πίστη στο Γένος. Που έχει τις ρίζες του στην Αρχαιότητα και που - μέσω των Ρωμαίων - περνάει στην Κωνσταντινούπολη και οι Έλληνες γίνονται Ρωμιοσύνη. Η ενότητα του Γένους δεν είναι μόνο στη διάσταση του χρόνου, αλλά και στη διάσταση του χώρου. Οι πολυάριθμες ομάδες που αποτελούν τους υπηκόους στο Βυζάντιο, απαριθμούνται από τον ποιητή, Επτανήσιοι, Κύπριοι, Μακεδόνες, Βλάχοι, Κρητικοί, Μικρασιάτες, αραβόφωνοι και λατινλόφωνοι Έλληνες, αλλά είναι όλοι μαζί ενωμένοι:

«...μια πίστη και γλώσσα μιά και μιά ψυχή, ένα Γένος».

Ιδέα μιά! Εδώ γεννιέται η περίφημη Μεγάλη Ιδέα. Ένα Γένος που πέρασε και περνά και θα περάσει ίσως τόσα και τόσα βάσανα, αλλά κατά βάθος η ουσία δεν αλλάζει! Συγκλονιστική η διαπίστωση και συνάμα η προφητεία του περιπαιχτικού καλαμιού και τώρα της φλογέρας του νεκρού βασιλιά και του Παλαμά πίσω απ’ όλα αυτά:

«Κοπρίσματα, ανεμοριπές, κλαδέματα, πλημμύρες, | σταλώσανε (περιόρισαν) ή λυγίσανε το δέντρο. Δεν το αλλάξαν».

Το δέντρο, το Γένος. Ταλαιπωρίες, εισβολές, ληστρικές επιδρομές, καταπιέσεις. Μπορεί να περιόρισαν ή να άφησαν πληγές στο δέντρο, αλλά δεν το αλλάξαν. Ο Παλαμάς γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μιά προβληματική Ελλάδα, που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της, μετά από αιώνες σκλαβιάς.

Κι απογοητευόταν γιατί ένιωθε το Έθνος ναρκωμένο. «Σβυσμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη χώρα». Όμως, ο Παλαμάς λέει μέσα από το περιπαιχτικό καλάμι του σκελετού εκείνου, που κάποτε ήταν ο Βουλγαροκτόνος (ο Βυζαντινός εκείνος αυτοκράτορας που έγινε εθνικό σύμβολο επειδή είναι πάντα ο γενναίος και ο αήττητος, που στη θέα του όλοι φεύγουν): «Γιατί θαρθεί κάποιος καιρός και κάποια αυγή θα φέξει | και θα φυσήξει μια πνοή μεγαλοδύναμη άκου»!

Προφητικά τα λόγια του. Μόνο δύο χρόνια μετά, η χώρα μας μεγαλούργησε! Ήταν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Αλήθεια, η δύναμη του Ελληνισμού έπρεπε ν’ αφυπνισθεί με το ξαναζωντάνεμα στη μνήμη των Ελλήνων, με τόνους επικούς, σελίδων ηρωικών της ιστορίας τους, ένδοξων εποχών, μα ξεχασμένων! Ναι, χρειαζόταν κάποιο δράμα, για να τους οδηγήσει στις ρίζες τους και στην συνέχειά τους. Νά γιατί γεννήθηκε η «Φλογέρα του Βασιλιά» τότε. Τότε που ένας ποιητής ανέλαβε το έργο των… πολιτικών!

Θανάσης Γιαπιτζάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

mu-si-co - Η μουσική είναι η ζωή μας!

Διαβάστε στο mu-si-co



Ta Panta Ola © All rights reserved 2014. Τα κείμενα που διαβάζετε στο Ta Panta Ola είναι προϊόν πνευματικής ιδιοκτησίας των αρθρογράφων και του Ta Panta Ola. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των κειμένων με την προϋπόθεση τοποθέτησης ενεργού συνδέσμου (Link) αμέσως μετά το άρθρο.