Η ώρα είναι:

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Δημήτρης Αλεξίου: Ο δικηγόρος που μας κέρδισε με την πένα του!

Όταν ο Αστικός Κώδικας έγινε κεράσια, θαύματα και αλάτι...

Ποιος ήταν ο Δημήτρης Αλεξίου πριν γίνει συγγραφέας;

Γεννήθηκα το 1974 στην Καλλιθέα όπου και μεγάλωσα και διατηρώ ακόμα το γραφείο μου.
Τελείωσα δημόσια σχολεία, δημοτικό στην Καλλιθέα, Γυμνάσιο και Λύκειο στο 1ο Πειραματικό της Πλάκας.

Σπούδασα στη Νομική Αθηνών όπου και πήρα το πτυχίο μου σε 4 ½ χρόνια, έκανα τη θητεία μου σε μάχιμη θέση στη Μυτιλήνη, γύρισα και ξεκίνησα αμέσως να δουλεύω σα δικηγόρος, αρχικά με άλλους δύο δικηγόρους και πολύ σύντομα μόνος μου.

Για είκοσι περίπου χρόνια ασχολήθηκα ερασιτεχνικά με τους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς στον Όμιλο Ελληνικών Παραδοσιακών Χορών «Ελένη Τσαούλη» στο Κουκάκι ως χορευτής, δάσκαλος και ό,τι άλλο χρειάστηκε. Παντρεύτηκα και έκανα δύο παιδιά που εδώ και ένα χρόνο αποφάσισα να τους χαρίσω την ποιότητα ζωής της Σκύρου ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι εγώ τα βλέπω λιγότερες μέρες το μήνα. Πλέον εργάζομαι στην Αθήνα αλλά ζω στη Σκύρο όσο σουρεαλιστικό κι αν ακούγεται αυτό.

-Τι σε οδήγησε να γράψεις το πρώτο σου βιβλίο τα «Πικρά κεράσια»; Ήταν κάτι που ήθελες από μικρός να γίνεις συγγραφέας;

Όταν ήμουν μικρότερος πίστευα ότι μεγαλώνοντας, κάποια στιγμή θα έγραφα θέατρο. Ίσως να σκηνοθετούσα κιόλας. Δεν ήθελα να γίνω συγγραφέας και εξακολουθώ να πιστεύω ότι το να γράψεις ένα βιβλίο δε σε κάνει απαραίτητα και συγγραφέα. Ίσως μόνο για την Εφορία εάν είσαι τυχερός να βγάλεις κανένα χαρτζηλίκι απ' αυτό. Όταν στην πρώτη εγκυμοσύνη της γυναίκας μου περάσαμε δύσκολα, έκοψα τους χορούς, κλείστηκα σπίτι και δεν είχα πουθενά να διοχετεύσω την αγωνία και την καταπιεσμένη από την αδυναμία ενέργειά μου. Ξεκίνησα να γράφω ένα μικρό παραμύθι για να έχει κάτι η γυναίκα μου να διαβάζει όσο δεν μπορούσε να κουνηθεί. Μέχρι να περάσουν τα προβλήματα έμεινε μισό και μετά το παράτησα. Το ξανάπιασα πολύ αργότερα όταν άλλαξα και πάλι τις συνήθειες της ζωής μου. Όταν το τελείωσα ζήτησα τη γνώμη επτά δικών μου ανθρώπων για το αν έπρεπε να εκδοθεί αυτό που είχα γράψει. Εξάλλου το ότι κάποιος έγραψε ένα βιβλίο δε σημαίνει ότι πρέπει και να εκδοθεί.

-Τα «Πικρά κεράσια» όμως έγιναν πολύ γρήγορα best seller. Ήταν η επιτυχία τους αυτή που σε έκανε να ξαναγράψεις ή πλέον είχες εθιστεί στη διαδικασία της γραφής;

Εδώ είναι λίγο πιο περίπλοκα τα πράγματα. Σίγουρα η διαδικασία της γραφής ήταν ο μοναδικός τοκετός - και εγκυμοσύνη- που σαν άντρας θα μπορούσα να ζήσω στη ζωή μου - κάτι για το οποίο ζηλεύω εσάς τις γυναίκες. Ήθελα να το ξαναζήσω αλλά πλέον είχα ένα στοίχημα να βάλω με τον εαυτό μου: Ότι δεν ήμουν αυτό που λένε best sellerας.

Ότι θα έγραφα πια ένα βιβλίο συνειδητοποιημένο εξαρχής ως τέτοιο, πιο δύσκολο, πιο απαιτητικό με εντελώς διαφορετικό θέμα και προσέγγιση από το πρώτο. Ότι θα εξελιχθώ δηλαδή και δε θα επαναλάβω συνταγές ευκολίας και επιτυχίας.

-Νομίζω κέρδισες το στοίχημα.Τόσο τα «Αμαρτωλά θαύματα» όσο και το «Αλάτι κόκκινο» δεν μοιάζουν καθόλου ούτε με τα «Πικρά κεράσια» ούτε μεταξύ τους εκτός ίσως από τους τίτλους των δύο αντίθετων λέξεων. Υπήρχε κάποιο ερέθισμα προσωπικό για τα βιβλία αυτά ή απλώς διάλεξες το θέμα για το οποίο ήθελες να μιλήσεις;

Πάντα υπάρχει προσωπικό ερέθισμα για τα πράγματα που επιλέγω να ασχοληθώ. Έτσι διαλέγω και το θέμα. Στα «θαύματα» προσπάθησα να πλησιάσω το θέμα της πίστης -όχι μονάχα στο Θεό- και τη δύναμη που κάνει τους ανθρώπους να πραγματοποιούν τα δικά τους θαύματα. Ο φόβος της αρρώστιας και του θανάτου υπήρξε το προσωπικό μου ερέθισμα. Ήταν ένα θέμα που έπρεπε να πολεμήσω στο μυαλό μου και στο χαρτί. Για το «αλάτι» το θέμα μου είναι τόσο προσωπικό και τόσο πανανθρώπινο όσο και η ανθρώπινη κοινωνία: η διαφορετικότητα και πως αντιμετωπίζεται. Το βιβλίο όμως ήταν και ο τρόπος μου να συμφιλιωθώ με την ιδέα της μόνιμης μετακόμισης στον τόπο καταγωγής μου τη Σκύρο. Γράφοντας το πήρα απόφαση ή αν προτιμάτε το έγραψα για να δικαιολογήσω στον εαυτό μου την απόφασή μου.

-Ναι, αλλά λαμβάνοντας υπ' όψη ότι το πρώτο βιβλίο είναι μία οικογενειακή saga, το δεύτερο ένα κοινωνικό μυθιστόρημα με πνευματικές αναζητήσεις και το τρίτο ένα ταξιδιωτικό αστυνομικό παραμύθι έχεις καταλήξει σε ποιο κοινό απευθύνεσαι;

Στο ίδιο πάντα. Στον άνθρωπο. Όλα μου τα βιβλία είναι ανθρωποκεντρικά, ψάχνουν ανθρώπινες συμπεριφορές και αδυναμίες και βασίζονται στους ήρωές τους, όχι στις δικές μου απόψεις - που ενίοτε μπορεί και να διαφέρουν. Επιθυμία μου είναι μόνο να είμαι συνεπής με αυτό με το οποίο θέλω να ασχοληθώ, να χρησιμοποιώ σωστά και εύληπτα τη γλώσσα, να είμαι πρωτότυπος στον τρόπο που χειρίζομαι την ιστορία μου και να επιφυλάσσω στον αναγνώστη την έκπληξη ή την έξαψη που κι εγώ αποζητάω ως αναγνώστης. Το αν το θέμα μου ή το είδος του μυθιστορήματος που θα γράψω αρέσει στο ευρύ κοινό ή αν πουλάει μου είναι αδιάφορο. Έχω εμπιστοσύνη στους αναγνώστες. Μπορούν να εξελιχθούν κι εκείνοι όπως κι εγώ από βιβλίο σε βιβλίο. Τουλάχιστον αυτό θα ήταν το ιδανικό.

-Οι πωλήσεις των βιβλίων δικαίωσαν αυτή την επιλογή;

Δεν κρίνονται όλα από τους αριθμούς. Τα «κεράσια» έχουν πουλήσει σχεδόν 18.000 αντίτυπα σε πεντέμισυ χρόνια. Αλλά εκδόθηκαν πριν την κρίση, σε μία χρυσή χρονιά για τα βιβλία γενικότερα, με το «Νησί» της Victoria Hislop πρώτο σε πωλήσεις για σχεδόν δύο χρόνια σερί. Ευτύχησαν με ένα υπέροχο εξώφυλλο της Ελένης Οικονόμου που συζητήθηκε πολύ και ήταν μία οικογενειακή ιστορία που ξεκινούσε από τη Μικρά Ασία. Ας πούμε ότι εκδόθηκαν με όλες τις ιδανικές συνθήκες. Το ότι και τα δύο βιβλία μετά από αυτά, δεδομένων των πολύ διαφορετικών συνθηκών, έφτασαν στην τρίτη έκδοση ακόμα και πάνω στην οξύτατη κρίση, το θεωρώ εξίσου μεγάλη επιτυχία. Εξάλλου, μην ξεχνάς ότι οι πωλήσεις αφορούν κυρίως τον εκδότη. Το ψώνιο του συγγραφέα είναι οι καλές κριτικές και εκεί ευτύχησα πολύ περισσότερο τόσο στα «θαύματα» όσο και στο «αλάτι».

-Δικηγόρος και συγγραφέας. Πόσο συμβατά είναι αυτά τα δύο; Τι ομοιότητες και τι διαφορές έχουν στην πράξη;

Εάν εξαιρέσεις ότι και τα δύο θεωρούνται ελεύθερος επαγγελματίας και δεν έχουν ωράριο, δε βρίσκω άλλες ομοιότητες πέραν της βασικής: έχουν και τα δύο πολύ γράψιμο και αρκετό σβήσιμο, ειδικά το Αστικό Δίκαιο με το οποίο ασχολούμαι κυρίως εγώ. Κατά τα άλλα η Νομική σαν επιστήμη είναι σίγουρα ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για έναν συγγραφέα και η σωστή χρήση της γλώσσας είναι εργαλείο που πρέπει να έχεις κατακτήσει και σαν δικηγόρος. Όμως σαν δικηγόρος οφείλεις να απεμπλέκεις όσο το δυνατόν το συναίσθημα στη δουλειά σου , σου κάνει κακό. Σαν συγγραφέα το συναίσθημα σε τρέφει. Επίσης σαν δικηγόρος που εκπροσωπείς τα συμφέροντα κάποιου οφείλεις να έχεις ξεκάθαρη θέση και να δρας με το τι είναι νόμιμο και ορθό ή έστω νομότυπο. Στη λογοτεχνία τα πρέπει , τα νόμιμα και νομότυπα είναι βαρετά και διδακτικά. Πρέπει να δίνεις τη σημασία ίσως και την αγάπη που πρέπει και στο κακό, το παράνομο, το εκτός κοινωνικής αποδοχής.

-Και το θέατρο που εμπλέκεται σε όλα αυτά; Είπες πριν ότι μικρότερος πίστευες ότι θα έγραφες θέατρο. Τελικά το επιχείρησες μετά από τρία μυθιστορήματα. Πες μας λίγο για την εμπειρία του «Άσε κάτω το βιβλίο!»

Το θέατρο θα έλεγα ότι φέρνει πιο κοντά τη δικηγορία με τη λογοτεχνία. Είναι εκφορά δημόσιου λόγου. Έχει σημασία όχι μόνο τι θα πεις, όχι μόνο πως θα το πεις, αλλά και πως θα το περάσεις σε ένα ακροατήριο μέσα από εικόνα και ήχο. Είχα από μικρός αγάπη στο θέατρο περισσότερο ίσως από τον κινηματογράφο. Έχω συμμετάσχει σε ερασιτεχνικές ομάδες στο παρελθόν, έχω παίξει και δράμα και κωμωδία, έχω αισθανθεί την έξαψη του σανιδιού και της επαφής με ζωντανό κοινό και ως ηθοποιός και ως χορευτής.
Στη Σκύρο που μένω πλέον το θέατρο είναι μία από τις πιο ζωντανές πολιτιστικές δραστηριότητες του νησιού επί πολλά χρόνια. Οι χειμώνες περνάνε με πρόβες και τα καλοκαίρια με παραστάσεις. Το σαράκι το είχα και έψαχνα την αφορμή. Όταν ανέλαβα τη συνδιοργάνωση του 8ου Συνεδρίου Bookcrossing στο νησί με διάφορες εκδηλώσεις μίας αφιλοκερδούς χαρούμενης κοινότητας βιβλιόφιλων, βρήκα την αφορμή που έψαχνα. Έκανα παραγγελιά στον εαυτό μου ένα θεατρικό έργο -και μάλιστα για πρώτη φορά με χρονοδιάγραμμα- με θέμα τα βιβλία, ως σατιρική κωμωδία με στοιχεία φάρσας, το πρότεινα στο φίλο σκηνοθέτη Γιώργο Κρασαδάκη, που του άρεσε και μπήκα ξανά σε αυτήν την ξέφρενη διαδικασία που λέγεται θέατρο. Εκεί, το κείμενο είναι η αρχή αλλά το βλέπεις με τα ίδια σου τα μάτια να εξελίσσεται να προσλαμβάνει πολλή και δαφορετικών ειδών ενέργεια από τους εμπλεκόμενους και να δίνει τελικά ένα εντελώς εξωστρεφές αποτέλεσμα σε αντίθεση με αυτό του βιβλίου. Και είναι η μοναδική περίπτωση που μπορείς να αφουγκραστείς τις αντιδράσεις του αποδέκτη του έργου σου: του κοινού. Το «Άσε κάτω το βιβλίο» πρωτοπαρουσιάστηκε από τον θίασο «Ζω» του Δήμου Ζωγράφου, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κρασαδάκη στο 8ο Πανελλήνιο Συνέδριο Bookcrossing στη Σκύρο τον Ιούνιο του 2013 και στο Δήμο Ζωγράφου , το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου. Ελπίζω κάποια στιγμή στο μέλλον να ξαναδοκιμάσει την τύχη του.

-Φαντάζομαι ότι ένας συγγραφέας και bookcrosser διαβάζει αρκετά. Τι είδους βιβλία προτιμάς και ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου Έλληνες συγγραφείς;

Εκτός της δουλειάς μου, που έχει και διάβασμα, για προσωπική ψυχαγωγία διαβάζω κυρίως πεζή λογοτεχνία. Έχω προτίμηση στο μυθιστόρημα αλλά μπορώ να εκτιμήσω την καλή μικρή φόρμα. Η Ιστορία δε με ενθουσιάζει εκτός εάν είναι γραμμένη με όρους λογοτεχνίας.
Μου αρέσει το θέατρο αλλά πάντα το διαβάζω με άλλη ματιά και όχι αυτή του απλού αναγνώστη. Οι αγαπημένοι μου συγγραφείς , αυτοί δηλαδή που έχω ευχηθεί να μπορούσα να γράφω σαν αυτούς, είναι ο Μ. Καραγάτσης, ο Γιάννης Ξανθούλης, η Ευγενία Φακίνου, η Άλκη Ζέη. Δε θα πω νεότερους για να μην αδικήσω κανέναν αλλά υπάρχουν καλές πένες που πιστεύω θα αντέξουν βιβλία τους στο χρόνο.

-Και από Δημήτρη Αλεξίου έχουμε να περιμένουμε κάτι στο μέλλον συγγραφικά;

Ίσως. Ελπίζω τουλάχιστον ότι θα έχω πάλι κάποια στιγμή τη διάθεση, τη δυνατότητα και το χρόνο να ξαναγράψω. Όταν ισορροπήσω ή πιθανότερα όταν χάσω πάλι τις ισορροπίες μου στη ζωή. Ίσως όταν έρθει πάλι η ώρα μου να εξελιχθώ.

Ευχαριστώ που με ανέχθηκες τόσο εσύ όσο και οι αναγνώστες!

Έλενα Τσάλτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

mu-si-co - Η μουσική είναι η ζωή μας!

Διαβάστε στο mu-si-co



Ta Panta Ola © All rights reserved 2014. Τα κείμενα που διαβάζετε στο Ta Panta Ola είναι προϊόν πνευματικής ιδιοκτησίας των αρθρογράφων και του Ta Panta Ola. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των κειμένων με την προϋπόθεση τοποθέτησης ενεργού συνδέσμου (Link) αμέσως μετά το άρθρο.