Η ώρα είναι:

Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

Το παράδειγμα αντίστασης Κρητών μαχητών στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης

Οι τελευταίοι υπερασπιστές.

«Οι άνδρες ούτοι ηδύναντο να φύγουν, αλλ΄ όμως και περιβλέποντες ότι πάσα η πόλις εδουλώθη, ούτε να φύγωσιν ηθέλησαν ούτε να παραδοθώσιν επείθοντο, αλλ΄επέμειναν εκθύμως, ανταγωνιζόμενοι δια την αετοφόρον σημαίαν, ήτις εξηκολούθη εκεί μόνον πτερυγίζουσα. Το πράγμα ανηγγέλθη εις τον Σουλτάνον, ο δε θαυμάσας τη γενναιότητα των ανδρών, διέταξε να παύση η προσβολή και να είπωσι αυτοίς ότι δύνανται να εξέλθωσιν μετά των τιμών του πολέμου ως λέγεται σήμερον, ελεύθεροι αυτοί τε και η ναυς αυτών και πάσα η αποσκευή ην είχον».

ΠΑΠΑΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ

«Προσεπιφέρω ότι και ούτω γενομένων, πάλι μόλις εκ του πύργου τούτου έπεισαν απελθείν».

ΦΡΑΝΤΖΗΣ

Βδομάδες πάνε | που τ΄ ακέφαλο σώμα | των Κρητών μαχητών | με τρία πλοία | και εξακόσιους άνδρες, | σπάζοντας | τον θανάσιμο θαλάσσιο | κλοιό των Ισλαμιστών Μογγόλων | Οττομάν Τουρκ, | μπήκε στην απελπισμένη πόλη | φέρνοντας απρόσμενη χαρά, | αν όχι ελπίδα.
Χίλιοι ήταν στην αρχή | αυτοί οι εθελοντές | από την ενετοκρατούμενη | Κρήτη, που τότε, στα | μέσα του Μάρτη, | κίνησαν με πέντε | δρόμωνες | και χάνοντας | στη δύσκολη ναυμαχία | της Προποντίδας | δύο από τα πλοία, | σχεδόν τους μισούς άνδρες | και τον αρχηγό τους Καλλικράτη, | μπήκαν όσοι πέρασαν, | αντικρύζοντας | ενθουσιασμό | στα πρόσωπα του Παλαιολόγου | και των Βυζαντινών εκείνων | που με βλέμματα | αλλοπαρμένα | ετοιμάζονταν | να περάσουν στην Ιστορία.

Τους δόθηκαν | να υπερασπιστούν | τρεις πύργοι: | Του Αλεξίου, | του Βασιλείου, | του Λέοντος. | Η 29η Μαΐου σε λίγο | έγινε παρελθόν πιά | και τώρα ξημερώνει | η πρώτη μέρα – |ματωμένη κι αυτή – | ενός αλλιώτικου | καλοκαιριού.

Του μεγάλου κανονιού του Ούρμπαν | το στόμα εσίγησε, | δεν χρειάζεται πιά | να μιλάει με ρωγμές | στις σειρές των τειχών. | Εδώ και τρεις μέρες | μέσα στην πόλη | σε πολλά μέρη κυματίζει | η πράσινη σημαία | των ισλαμιστών Μογγόλων | Οττομάν Τουρκ. | Βιασμοί και σκοτωμοί, | δαρμοί κι εξανδραποδισμοί | σε όλες τις άλλοτε | ξακουσμένες συνοικίες. | Αγριωπά πρόσωπα | ξένων ατιμάζουν την τιμή | όπου τη βρίσκουν. | Μια περιλάλητη πρωτεύουσα | χιλίων χρόνων | σκέλεθρο πιά, | δοσμένο στο χαμό και | στη φωτιά.

Κι όμως, | ο Σουλτάνος που την έδωσε | στις τρεις αυτές μέρες, | βορά στην άγρια χαρά | των δικών του, | δέχεται ακόμη και τώρα | ένα | αναπάντεχο | χτύπημα. | Στρατιώτες του | ριγμένοι κατάχαμα | στο πάτωμα | του ανακτόρου | του τελευταίου αυτοκράτορα | των Ρωμαίων, | που έλαχε αυτός | να είναι Έλληνας, | σκύβοντας τα κεφάλια | με τρόμο για την οργή του, | του λένε ότι κι άλλοι, | Έλληνες κι αυτοί | κι όχι τυχαίοι, | πολεμάνε ακόμα | σε τρεις πύργους | στα νότια της αλωμένης πόλης.

Ο Μεχμέτ | πετάγεται από τ΄ανάκλιντρο | αιφνιδιασμένος, | χωρίς σημάδι οργής | από τις συνεχείς απολαυές | που του΄λαχαν | βάνοντας κορώνα του | την κορωνίδα της Οικουμένης.




Πετάγεται αλαφιασμένος | απ΄τ΄ανεξήγητο, | πώς είναι δυνατόν | να πολεμάει κάποιος | που έχει χάσει τη μάχη, | πώς μπορεί και μάχεται κάποιος | που του στερούνε την ελπίδα | για κάτι καλύτερο, | τί νόημα έχει | να πολεμάει κάποιος | που του έχουν στερήσει πιά | το αποτέλεσμα, | που δεν βλέπει μπροστά του | το τέλος που απλώνεται | αλλά ψάχνει για την αρχή του.
Έκπληκτος μένει | ο Σουλτάνος που άξαφνα μαθαίνει | πως όταν στομώνει το σπαθί | στο αίμα, | συνεχίζει χωρίς ελπίδα | και νόημα η ψυχή | να μάχεται | για πράγματα δικά της. | Θαυμάζει την αποκοτιά | περισσότερο από τη | γενναιότητα, | τον τρομάζει το απόθεμα | μεγαλείου | περισσότερο από τον πύργο | που νόμιζε πως έχει | κατακτήσει, | βλέπει πως στη ζωή | που ορίζει | πρέπει να αφήνει | ένα απόθεμα | που να μην ορίζεται | και παίρνει | χωρίς άλλες περιστροφές | την απόφαση. | Να φύγουν αυτοί οι | τελευταίοι υπερασπιστές, | τιμημένοι, | με τα όπλα τους. | Να τους δοθεί | καράβι | να ταξιδέψουνε | προς την ελευθερία τους, | γιατί η αλλοφροσύνη | δεν ξέρει από δεσμά | κι από εικόνες | κατάκτησης κι απόγνωσης, | δείχνοντας πως | τέτοιους αλλόκοτους | η σκλαβιά και τα άλλα | ανθρώπινα μέτρα | δεν τους πρέπουν.
Κι έτσι έγινε. | Οι εναπομείναντες | εκατόν εβδομήντα από τους χίλιους | γυρνάνε αιώνια | πίσω | στην ενετοκρατούμενη | πατρίδα τους, | βλέποντας πως η Κρήτη | έχει ψηλώσει | από το μπόι τους, | όταν από το ύψος | των πύργων τους | βλέπανε χαμένη την
υπόθεσή τους | και που συνεχίζουν αιώνια | να μην την παρατάνε, | ποτέ τους, | μόνο γιατί γεννήθηκαν | Έλληνες. | Άλλη απάντηση έκτοτε δεν υπάρχει.

Θανάσης Γιαπιτζάκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

mu-si-co - Η μουσική είναι η ζωή μας!

Διαβάστε στο mu-si-co



Ta Panta Ola © All rights reserved 2014. Τα κείμενα που διαβάζετε στο Ta Panta Ola είναι προϊόν πνευματικής ιδιοκτησίας των αρθρογράφων και του Ta Panta Ola. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των κειμένων με την προϋπόθεση τοποθέτησης ενεργού συνδέσμου (Link) αμέσως μετά το άρθρο.