Η ώρα είναι:

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Η παλιά Ελούντα και η παλιά Κριτσά στην Αθήνα

Με το φωτογραφικό φακό του Κωνσταντίνου Μάνου

Οι φωτογραφίες ενός άγνωστου σε μας δημιουργού της Διασποράς, του Ελληνοαμερικανού Κωνσταντίνου Μάνου, παρουσιάστηκαν σε έκθεση του Μουσείου Μπενάκη στην Αθήνα, για να αναδείξουν την Ελλάδα που έχει πλέον χαθεί: Την απόμακρη επαρχία και τους ανθρώπους της, στη Δεκαετία του Εξήντα. Ένα μεγάλο μέρος τους ήταν από τα μέρη μας, από την Ελούντα, από την Κριτσά, από την Ιεράπετρα.

«Επιστροφή από τους αγρούς, Κριτσά 1963».Άραγε σε αυτά τα παιδιά αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σημερινοί Κριτσώτες πενήντα χρόνια μετά;





















«Μια μέρα περπατούσα προς τη θάλασσα στη νότια ακτή της Κρήτης. Πέρα από την απόκρημνη ακτή που φαινόταν στο βάθος, σε απόσταση 300 χιλιομέτρων βρίσκεται η Αφρική. Εδώ, τελειώνει η Ελλάδα. Η μέρα ήταν ζεστή και συννεφιασμένη κι εγώ διάλεξα ένα μονοπάτι που σκαρφάλωνε στα βράχια, μέσα στο γυμνό τοπίο. Τη σιωπή του τόπου τάραζε μόνο ο μακρινός ήχος από τα κουδούνια των προβάτων.Καθώς βάδιζα, σηκώνοντας που και που το κεφάλι μου για να κοιτάξω τη θάλασσα, διέκρινα στο βάθος μια παράξενη μαύρη φιγούρα. Δεν άργησα να καταλάβω πως το ακίνητο εκείνο αντικείμενο ήταν ένας άνθρωπος καθισμένος σ΄ένα βράχο. Είχε ακουμπισμένο το κεφάλι του στο ένα χέρι, σκεπάζοντας τα μάτια του. Στο άλλο χέρι κρατούσε μια γκλίτσα που στήριζε στη μασχάλη του. Πλησιάζοντας επιβράδυνα το βήμα μου, ανεβαίνοντας προσεκτικά πάνω στα βράχια. Ένιωσα πως εισέβαλα σε έναν απέραντο ιδιωτικό χώρο, που η παρουσία μου θα μπορούσε να καταστρέψει. Όταν έφτασα πιο κοντά, κράτησα την αναπνοή μου από φόβο μήπως τον τρομάξω. Περίμενα πως θα σήκωνε τα μάτια του να με κοιτάξει από στιγμή σε στιγμή. Έπειτα σταμάτησα, λίγα μόλις μέτρα από τη γερμένη μορφή. Σήκωσα αργά τη φωτογραφική μηχανή και πάτησα το κουμπί. Τότε, εκείνος ανασήκωσε αργά το κεφάλι του, με κοίταξε ήρεμα και με καλημέρισε. Η φωτογραφία είχε τραβηχτεί κι εκείνη η εμπειρία είχε τελειώσει».

Μες τις μαγικές του εικόνες της Δεκαετίας εκείνης, άνθρωποι φτωχοί και αγέρωχοι, μέσα σ’ ένα σκηνικό αγροτικής απλότητας και γαλήνης, δίνουν με αξιοπρέπεια τον αγώνα τους για επιβίωση, προσηλωμένοι σ’ έναν τρόπο ζωής απαράλλακτο για αιώνες. Στις φωτογραφίες του αποκρυσταλλώνονται εφήμερες καθημερινές στιγμές, με λιτό και αυστηρό ύφος, αλλά και με τρυφερότητα. Υπήρχαν φωτογραφίες της Έκθεσης βγαλμένες στην Κάρπαθο, στη Μάνη, στη Χαλκιδική, στη Μύκονο, στην Θράκη. Όμως η μερίδα του λέοντος (μέτρησα 33 φωτογραφίες) ήταν στην Κρήτη.


Ορισμένες από αυτές είχαν στο πλάι τους το όνομα του τόπου: Στην Κριτσά, δυο παιδιά πάνω σε γαϊδούρι και η μάνα δίπλα. Μια μεσόκοπη Ελουδιανή που πλάθει ψωμί και πάνω από το κεφάλι της, σε φωτογραφία, είναι η ίδια λίγο πιο νέα με τον άντρα της και από πίσω τους βρίσκεται ο γιος τους. Κούρεμα αρνιού με το ζώο ξαπλωμένο και το μαλλί του ολόγυρά του στο έδαφος. Σε κάποιο καφενείο κάτω από μεγάλο καθρέφτη, όπου καθρεπτίζεται ο ένας από τους τρεις καθισμένους, που έχει γυρισμένη την πλάτη. Τρεις σε ένα καφενείο δίπλα στη σόμπα - ο ένας ποζάρει με τη λύρα του και ο διπλανός του κοιτάει τον τρίτο που ξύνει στυλιάρι για την αξίνα του. Στην Κριτσά, δυό γερόντισσες και μια νέα καθισμένες, με τρία παιδιά ανάμεσά τους. Στα Χανιά στο λιμάνι κάποιος είναι ολομόναχος στο τραπεζάκι του (στο βάθος ο φάρος) και είναι απορροφημένος στην εφημερίδα του, άλλος ανάμεσα σε δυο ποδήλατα γέρνει ευχαριστημένος που μόλις είχε φουμάρει ναργιλέ. Μια νεαρή γυναίκα με μπαούλο στο λιμάνι του Ηρακλείου μπροστά σε ένα φορτηγό πλοίο. Ένας παπάς στερεώνει ένα αμπελόκλημα. Δυο φίλοι γέροντες σε πρόβαρμα υψώματος – ο ένας κρατάει με σχοινί μια αίγα, ο άλλος ομπρέλα ανοιχτή πάνω από το κεφάλι του. Ένας καλοστεκούμενος γερο-Κρητικός ακουμπάει το κεφάλι του στο κεφάλι του τράγου του μπρος του. Ένας παπάς κουβαλάει ένα αρνί στην αγκαλιά του σε δρόμο πόλης. Ένα παιδάκι ανάμεσα σε ένα μαύρο και σε ένα άσπρο κατσικάκι. Δυο μαυροφόρες με τσεμπέρια μπροστά στους ξύλινους σταυρούς των τάφων του Νικολάου και της Ελένης Λυδάκη στα Μάλια.

«Ήταν πολύ φτωχοί» θυμάται ο φωτογράφος «κι εγώ δούλεψα σε χωριά που δεν είχαν καθόλου ρεύμα. Ο κανόνας ήταν ότι έψαχνα να βρω τον πιο υποτυπώδη τρόπο ζωής. Δεν υπήρχαν ψυγεία, τηλεοράσεις, ούτε καν ραδιόφωνα. Ήταν φτωχοί, αλλά υπήρχε αρκετό φαγητό, είχαν στέγη και ρούχα και ήταν περήφανοι. Δεν ήταν καταπιεσμένοι. Είχαν τη ζωή τους, ήταν πολύ ανεξάρτητοι και παρήγαγαν όλα αυτά που χρειάζονταν».



Η οργανώτρια της Έκθεσης στο Μουσείο Μπενάκη Αλίκη Τσίργιαλου επισημαίνει την ιδιαιτερότητα αυτών των φωτογραφιών: «Οι εικόνες που για πρώτη φορά μας αποκαλύπτει ο Μάνος, αποπνέουν, χάρη στην ποιητική του ικανότητα, τη μοναδικότητα του τοπίου και των κατοίκων του. Η προσέγγιση των θεμάτων του ξεχωρίζει από την έως τότε φωτογραφική απεικόνιση της χώρας και λειτουργεί ως εφαλτήριο, στους νέους φωτογράφους, για μια διαφορετική απόδοση της ελληνικής υπαίθρου».

O Κωνσταντίνος Μάνος γεννήθηκε από γονείς Έλληνες μετανάστες στην πόλη Κολούμπια της Νότιας Καρολίνας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η φωτογραφική του δραστηριότητα ξεκίνησε στα δεκατρία του χρόνια στη λέσχη του σχολείου του και σύντομα εξελίχθηκε σε επαγγελματική δραστηριότητα. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας, όπου ανακάλυψε το έργο του φωτογράφου Ανρύ Καρτιέ-Μπρεσσόν. Έχοντας βρει τον μέντορά του, απέκτησε αμέσως την πρώτη του μηχανή και πραγματοποίησε λήψεις σε ένα μικρό νησί απέναντι από τα παράλια της περιοχής του. Στα δεκαεννιά του εργάστηκε ως επίσημος φωτογράφος της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστώνης. Η συνεργασία αυτή οδήγησε στην έκδοση του πρώτου του βιβλίου «Πορτραίτο μιας Συμφωνίας» το 1961.

Ήταν η ίδια εποχή, που δούλευε πιά ως επαγγελματίας στα περιοδικά «Εκουάιρ», «Λάιφ» και «Λουκ», όταν ταξίδεψε στην Ελλάδα για να φωτογραφίσει την πατρίδα του. Έμεινε εδώ από το 1961 έως το 1963. Αποτέλεσμα του ταξιδιού αυτού ήταν το βιβλίο του «A Greek Portfolio» (Μια Ελληνική Συλλογή), που εκδόθηκε τελικά το 1972. Το 1963 έγινε μέλος του διεθνούς ειδησεογραφικού πρακτορείου Μάγκνουμ.

Λέει κάπου ο ίδιος, μέσω της Έκθεσης στο Μουσείο Μπενάκη: «Το 1964 επέστρεψα από την Ελλάδα στην Αμερική, έχοντας μαζί μου ασπρόμαυρα φιλμ από φωτογραφίσεις περίπου δύο ετών. Θα ακολουθούσε το δυσκολότατο εγχείρημα της εκτύπωσης των φωτογραφιών για ένα βιβλίο - που θα λεγότανε «A Greek Portfolio». Επί δύο χρόνια τύπωνα. Και, εν τέλει, επέλεξα 320 αργυροτυπίες 26x32 εκ., από τις οποίες οι 112 θα χρησιμοποιούνταν στην πρώτη έκδοση του λευκώματος το 1972. Οι υπόλοιπες 208 εκτυπώσεις αποθηκεύτηκαν σε ένα κουτί και ξεχάστηκαν. Από εκείνο το κουτί προέρχονται οι φωτογραφίες στο Μουσείο Μπενάκη της Αθήνας, όπου ελπίζω να στεγαστεί τελικά ολόκληρο το αρχείο μου από αυτή τη μεγάλη εργασία».

Φωτογραφίες του βρίσκονται στις μόνιμες συλλογές του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, του Ινστιτούτου Τέχνης του Σικάγου, της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού, του Mουσείου Καλών Τεχνών του Χιούστον, του Μουσείου Μπενάκη της Αθήνας.

Τα φωτογραφικά ενσταντανέ από την ενότητα «A Greek Portfolio» έχουν παρουσιαστεί περισσότερες από έξη φορές σε όλο τον κόσμο και συνιστούν πολύτιμες μαρτυρίες για το πώς ήταν η χώρα μας πενήντα χρόνια νωρίτερα, όταν ο Κωνσταντίνος Μάνος περιηγήθηκε τη γη των γονιών του από άκρη σε άκρη «ως ένας φιλικός παρατηρητής, δίχως βιασύνη και συγκεκριμένο σχέδιο».

Γυναίκες της Κριτσάς
Ο Γιάννης Δήμου μας βάζει λίγο στις ψυχικές ρίζες αυτού του φωτογραφικού ταξιδιού: «Οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας μας επηρεάζουν βαθιά και μπορούν στην πορεία της ζωής να μας κατευθύνουν προς ένα ταξίδι αναζήτησης. Για τον Κωνσταντίνο Μάνο ήταν οι ιστορίες για τη χαμένη Εδέμ των γονιών του, το νησί Αφησιά (η αρχαιοελληνική Οφιούσα - στα τουρκικά σήμερα λέγεται Άφσα και είναι ένα από τα τέσσερα κατοικημένα νησιά στη Θάλασσα του Μαρμαρά) που πυροδότησε την φαντασία του. Ήταν η ζωή, που εκείνοι έχασαν μαζί με όλα τους τα υπάρχοντα, κατά την έξοδο των Ελλήνων προσφύγων από την Τουρκία το 1923. Ως μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες, η νοσταλγία των γονιών του για τη ζωή τους στο χωριό τους, τον ώθησε να ταξιδέψει, να ανακαλύψει και να καταγράψει την αγροτική ζωή της Ελλάδας στις αρχές της Δεκαετίας του Εξήντα.

Αυτό που αρχικά μπορεί να ήταν μια νοσταλγική και ίσως ακόμη και μια ρομαντική αντίληψη της επιστροφής στις ρίζες της οικογένειάς του, τελικά οδήγησε τον Κωνσταντίνο Μάνο στα απομακρυσμένα χωριά και νησιά της Ελλάδας, όπου αντιμετώπισε μια εικόνα φτώχειας, απομόνωσης και βαθιά ριζωμένων παραδόσεων. Ακολούθησε τους αμετάβλητους κύκλους του μόχθου, των κακουχιών, της χαράς, της γιορτής και της τελετουργίας του θανάτου - και μέσα από αυτά έπλεξε ένα μωσαϊκό ζεστής ανθρωπιάς και βυθισμένης στο σκοτάδι παρηγοριάς. Πρόκειται για έναν ποιητικό μετασχηματισμό της καθημερινής και μερικές φορές σκληρής ζωής σε μαγικές εικόνες.

Με ενδοσκόπηση και ταπεινότητα επιτρέπει στους πρωταγωνιστές του να αποκαλυφθούν, και με το πάτημα του κλείστρου και τις κλασσικές του συνθέσεις, μας οδηγεί σε καθολικές αλήθειες και έννοιες. Η προσέγγισή του είναι τόσο εκλεπτυσμένη και οξυδερκής, που πολλοί μένουν μόνο στην εθνολογική πτυχή του έργου του. Κι ενώ αυτή με το χρόνο θα αποδεικνύεται πολύτιμη, παραμένει ωστόσο ως το εξωτερικό ένδυμα της ψυχής ενός λαού του οποίου αποκαλύπτεται η επιμονή, η υπερηφάνεια, η αξιοπρέπεια και οι βασικές αξίες. Χωρίς τεχνάσματα και πόση απλότητα, εκθέτει ο Κωνσταντίνος Μάνος την ανθρώπινη πολυπλοκότητα!


Ο Κωνσταντίνος Μάνος βέβαια λειτουργεί βάσει της ανθρωπιστικής φωτογραφικής παράδοσης του Ανρύ Καρτιέ – Μπρεσσόν. Κάθε εικόνα φέρει μια πλειάδα εννοιών και μοναδικών λεπτομερειών από τις απομακρυσμένες περιοχές της χώρας. Μας δείχνει πως αυτοί οι άνθρωποι, της θάλασσας και της ενδοχώρας, αγωνίζονται μέσα σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται ως το πεπρωμένο τους. Ενώ, την ίδια ώρα, περικλείει στις εξαιρετικές εντυπώσεις του, το κεφάλαιο της αγροτικής ζωής στην Ελλάδα».

Αυτόν τον ποιητή της φωτογραφίας, που ζει πλέον αειθαλής γέρος στην Καλιφόρνια, σκοπεύει να τον φέρει του χρόνου το καλοκαίρι στην Ελούντα η «Βιβλιοθήκη Μανώλης Φουντουλάκης» για να εκθέσει όλες τις παλιές του «κρητικές φωτογραφίες» στα πλαίσια του επίσημου εορτασμού στον τόπο μας των πενήντα χρόνων από την παγκόσμια παρουσίαση το 1964 της ταινίας του Ντίσνεϋ «Τα Κρόσσια του Φεγγαριού».

Θανάσης Γιαπιτζάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

mu-si-co - Η μουσική είναι η ζωή μας!

Διαβάστε στο mu-si-co



Ta Panta Ola © All rights reserved 2014. Τα κείμενα που διαβάζετε στο Ta Panta Ola είναι προϊόν πνευματικής ιδιοκτησίας των αρθρογράφων και του Ta Panta Ola. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των κειμένων με την προϋπόθεση τοποθέτησης ενεργού συνδέσμου (Link) αμέσως μετά το άρθρο.