Του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΠΙΤΖΑΚΗ
Ένα πρόσωπο πολύ οικείο, πολύ δικό μας. Ένας Άγιος, που μες στο μυαλό και στην καρδιά μας έλκει την ίδια εμπιστοσύνη και την ίδια ζεστασιά που νιώθουμε όταν κάνουμε επίκληση στην Παναγία. Τον βρίσκουμε εκεί, δίπλα της, κι όταν μιλάμε γι’ αυτόν ρέει νέκταρ από το στόμα μας. Ένας Άγιος που δεν μαρτύρησε, μα που το παράδειγμα της ταπεινότητάς του φτάνει ως τις μέρες μας.
Λεγόταν Αναστάσιος και γεννήθηκε την 1η Οκτωβρίου του 1846 σε μια άσημη πόλη της Θράκης, στη Σηλυβρία. Γονείς του ο Δήμος και η Βασιλική Κεφαλά. Από τα έξη τους παιδιά ο πέμπτος και, απ’ ότι φάνηκε τελικά, ο πεμπτός απ’ τον Θεό.
Στα δεκατέσσερά του, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και βρήκε δουλειά σε ένα καπνεργοστάσιο. Κάποιος ιερέας που γνώρισε τον προέτρεψε να πάει στο ορφανοτροφείο που διατηρούσε ο Πανάγιος Τάφος στο μετόχι που είχε στην Πόλη. «Την προτροπή αυτή τη θεώρησε θέλημα Θεού» λέει ένας βιογράφος του. «Όταν πήγε, ο υπεύθυνος τον δέχτηκε με μεγάλη αγάπη, αλλά κι αυτός έδειξε την ίδια αγάπη στα παιδιά που φιλοξενούνταν εκεί. Αργότερα, τα Σαββατοκύριακα πήγαινε και βοηθούσε τα παιδιά στα μαθήματά τους ή τα πήγαινε περίπατο. Με πρόταση του υπεύθυνου του ιδρύματος, η επιτροπή του ορφανοτροφείου τον προσέλαβε για να μαθαίνει στα παιδιά γράμματα». Έτσι ο Αναστάσιος, μετά από χρόνια, άφησε την πρώτη του δουλειά κι έγινε δάσκαλος των παιδιών που τόσο αγάπησε και υπηρέτησε.
Από εκεί, λόγω της έλευσης των αδελφών του στη Χίο, πήγε κι αυτός στο νησί και για δέκα χρόνια ήταν δάσκαλος στο Λιθί της Χίου. Μετά, ικανοποιώντας την τάση που είχε από μικρός, μόνασε στη Νέα Μονή επί επισκόπου Γρηγορίου. Στις 7 Νοεμβρίου 1876 έδωσε όρκους μοναχού και ονομάστηκε Λάζαρος.
Στο Μοναστήρι του δόθηκε η ευκαιρία να γνωριστεί με τον γέροντα της Σκήτης των Αγίων Πατέρων της Χίου Παχώμιο. Τελικά στη Βιβλιοθήκη του βρήκε την ευκαιρία μέσα στην ησυχία να μορφωθεί στα ιερά κείμενα. Χαρακτηριστική γραφή της εποχής αυτής είναι τα λόγια του για τον Σταυρό: «Ο Σταυρός ην και έσται εσαεί τω Έλληνι το σύμβολον των ηθικών και θρησκευτικών αρχών αυτού, υπέρ ων ηγωνίσθη και ας τω αίματι αυτού υπεστήριξεν. Δια του Σταυρού το ελληνικόν έθνος περιεγένετο του κατακλυσμού του κατακλύσαντος τα αρχαία έθνη». Ή, τα λόγια του για τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κατ’ επίγνωση χριστιανού: «Αγάπη θερμή προς τον Θεόν και τον πλησίον. Πραότης. Ανεξιθρησκεία. Ευεργεσία. Ευγένεια τρόπων».
Χειροτονήθηκε Διάκονος σε μια τελετή όπου τα αδέλφια του ήταν όλα παρόντα και όπου οι γονείς του παρακολουθούσανε από τον ουρανό. Ανάμεσα στο πλήθος των πιστών ήταν και ένας άνθρωπος ευκατάστατος, ο Ιωάννης Χωρέμης, που έκανε πρόταση στον επίσκοπο να αναλάβει όλα τα έξοδα για τη μόρφωση του νεαρού μοναχού. Έτσι, με την εύνοια της καλής τύχης, ο Αναστάσιος ήλθε στην Αθήνα και γνωστοί του Χιώτες τον βοήθησαν να βρει κατάλυμα. Γράφτηκε στο Γυμνάσιο Αθηνών. Όταν πήρε το απολυτήριο, ο Χωρέμης τον έστειλε στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο. Ξεχώρισε εκεί με τις συνετές και σωστές συμβουλές που έδινε στο Πατριαρχείο. Ο Σωφρόνιος τον έστειλε τότε πίσω στην Αθήνα να σπουδάσει Θεολογία.
Σε ηλικία 36 χρονών το 1882 γράφεται στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στο πρώτο έτος αριστεύει και παίρνει υποτροφία από το κληροδότημα του μεγάλου ευεργέτη της Παιδείας από το Ψυχρό Λασιθίου Αντωνίου Παπαδάκη (Πολύ αργότερα, στα γεράματα, όταν θα του ζητηθεί να συνυπογράψει το απαράδεκτο Ανάθεμα κατά του Βενιζέλου που είχε ετοιμάσει η Ιεραρχία της Ελλάδας, ο Αναστάσιος Κεφαλάς θα είναι ο μόνος που θα αρνηθεί, λέγοντας: «Κάποτε μου έκανε καλό ένας Κρητικός και δεν θα κάνω κακό σε κανέναν Κρητικό»).
>> Φωτογραφία του όταν χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως
Αποφοίτησε το 1885 σε ηλικία 39 χρονών. Ο Σωφρόνιος στις 23 Μαρτίου 1886 τον χειροτονεί πρεσβύτερο στον ναό του Αγίου Σάββα. Λίγους μήνες μετά, τον Αύγουστο, τον έκανε αρχιμανδρίτη, ιεροκήρυκα, γραμματέα και πατριαρχικό επίτροπο στο Κάιρο. Εκεί στο Κάιρο, χάρη στο κοινωνικό του έργο και στην εν γένει δράση του, ο Πατριάρχης τον κάλεσε στην Αλεξάνδρεια και στις 15 Ιανουαρίου 1889 η Ιερά Σύνοδος τον εξέλεξε Μητροπολίτη της Πενταπόλεως Λιβύης. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και διεκδικητές του Πατριαρχικού Θρόνου τον διέβαλαν στον Πατριάρχη. Παρασυρμένος ο Σωφρόνιος, με έγγραφό του, τον έπαυσε από τη Διεύθυνση του Πατριαρχικού Γραφείου.
Ο Αναστάσιος ένιωσε βαθιά θλίψη, όμως δεν θέλησε να ξεσηκώσει το ποίμνιό του. Μάζεψε τα βιβλία του και τα λιγοστά πράγματά του και γύρισε πίσω στην Αθήνα. Εκεί ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων τον διόρισε ιεροκήρυκα στη Μητρόπολη της Χαλκίδας. Ανήμερα της γιορτής του Αγίου Αθανασίου, στις 18 Ιανουαρίου του 1891 πραγματοποιήθηκε ο διορισμός.
Μαθαίνοντας ότι ήταν δεσπότης στην Αφρική και ότι τον έδιωξαν, οι πιστοί στη Χαλκίδα στάθηκαν παγεροί και αρνητικοί στην ομιλία του. Όταν όμως, με νεώτερες πληροφορίες, έμαθαν ότι οι πιστοί στο Κάιρο μάζευαν υπογραφές για να τον ξαναφέρουν κοντά τους και ότι πρόκειται για φωτισμένο κληρικό, τον παρακολούθησαν με ζέση και με συγκίνηση. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, ύστερα από δυόμισι χρόνια κήρυγμα, όταν του ήρθε η μετάθεση για Λακωνία, η Χαλκίδα αντέδρασε και ο Αναστάσιος έμεινε ακόμα λίγο. Μετά, το Υπουργείο τον μετέθεσε στη Μητρόπολη Φθιώτιδας και Φωκίδος. Μετά, η Εκκλησία τον διόρισε - στις 8 Μαρτίου 1894 - διευθυντή στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή. Η πραότητα και η ταπεινότητα του χαρακτήρα του καθώς και η χαρισματική ευγλωττία του έκαναν τον Αρχιεπίσκοπο και τα μέλη της Ιεράς Συνόδου να τον φέρουν σε μια τέτοια θέση.
Εκεί, ο ξεχωριστός αυτός ιερωμένος έτρωγε με τους μαθητές του, δημιούργησε χορωδία και φρόντισε ακόμα και τον Κήπο της Σχολής με λουλούδια και λαχανικά. Ο διάδοχός του στη διεύθυνση της Ριζαρείου και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος σημείωνε για την ιδιαιτερότητα του έργου του Αναστασίου Κεφαλά: «Απεκατέστησε τελείως τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα της εσωτερικής ζωής της Σχολής, εν τίσιν όμως αι ενέργειαι αυτού, ένεκα της αποτόμου αντιθέσεως μάλλον, προς την εποχήν του Αργυριάδου και του Κρίσπη, εφάνησαν ασκητικαί και υπερβολικαί».
Η ασκητικότητα - που πάντα τον συνόδευε - τον έφερε, το καλοκαίρι του 1898 με την ευκαιρία του θερινού κλεισίματος της Σχολής, στο Άγιον Όρος. Στα Αθωνίτικα Μοναστήρια συνάντησε γέροντες και συνομίλησε με τη σοφία και τις εμπειρίες τους. Στις τεράστιες βιβλιοθήκες τους ξεκούρασε και ξανατόνισε το πνεύμα του.
Η μοναστική Πολιτεία των Καρυών του θύμισε την Νέα Μονή της Χίου και ζωντάνεψε μέσα του η ανάγκη να ασκητέψει και να απομονωθεί και πάλι. Έτσι θεώρησε τη Σκόπελο, που είχε πολλά αγιορείτικα μετόχια, ως τον πιο κατάλληλο τόπο για να κάνει ησυχαστήριο. Θα παρακαλούσε να του δώσουν ένα απ’ αυτά. Τον πόθο του αυτό τον εκμυστηρεύτηκε σε πνευματικά πρόσωπα των οποίων ζήτησε τη γνώμη και τη συμβουλή. Σχεδόν όλοι του συνέστησαν ένα άλλο νησί: Την Αίγινα.
Του μίλησαν για την περιοχή της Παλαιοχώρας. Και ο Αναστάσιος Κεφαλάς τους άκουσε. Και βάδισε στο τελικό πεπρωμένο του. Έγινε ο περίφημος Άγιος Νεκτάριος Αιγίνης. Που τον βρίσκουμε συνήθως δίπλα στην Παναγία μέσα στις επικλήσεις μας. Κι όταν μιλάμε γι’ αυτόν ρέει νέκταρ από το στόμα μας - γιατί το παράδειγμα της ταπεινότητάς του φτάνει ως τις μέρες μας.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΑΠΙΤΖΑΚΗΣ
Η ώρα είναι:
Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Ετικέτες
Διαβάστε στο mu-si-co
Ta Panta Ola © All rights reserved 2014. Τα κείμενα που διαβάζετε στο Ta Panta Ola είναι προϊόν πνευματικής ιδιοκτησίας των αρθρογράφων και του Ta Panta Ola. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των κειμένων με την προϋπόθεση τοποθέτησης ενεργού συνδέσμου (Link) αμέσως μετά το άρθρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου